Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2012

0_4

λόγια αδιάβαστα κι ελληνικά

πάει καιρός που βγήκε από το χέρι μου κάτι άλλο από μουτζούρες αδύνατον να διαβαστούν από το άμαθο στα γραπτά μου μάτι αλλά κι από μένα την ίδια.
αλλά ένα κόκκινο βιβλίο φτάνει κιόλας στο τέλος του. μια μέρα να δεις θα το διαβάσω.

πως να ζουν οι άνθρωποι μακριά από αυτούς που αγαπάνε.
Τόσο δύσκολα και εύκολα που τους πονάει. θυμούνται τον καλό τους εαυτό από ανάγκη. κανένας δε θα τους συγχωρήσει αν είναι κάτι λιγότερο από αυτό. Αν πέσουν στην παγίδα  μένουν μόνοι τους σε μεγάλα κρεβάτια κάτι παρασκευές βράδια.

με παντελόνια λίγο πιο φαρδιά από το κανονικό, με γυμνά πέλματα σημαδεμένα από όμορφα παπούτσια, με στάση ανάποδη και μουσικές θηλυκές. με φόντο χρυσαφιά λουλούδια, το αίμα να κατεβαίνει αργά και να κάνει λίγο λίγο, ένα κορμί να τρέμει, να αναστατώνεται, να αλλάζει υφή, να γυρνάει το χρόνο πίσω, τότε που τραχύ και σκληρό δεν ένοιωθε τόσο αδύναμο.

κορμί ξένο. την ύπαρξη του αρνούμαι για χρόνια, μιας και πάλι, και πάντα, για μένα μιλάω. ένα εγώ, ένα κι αυτό και σε σύγκρουση μονίμως. αυτό να απλώνεται και εγώ να μην μπορώ να το γεμίσω. να συρρικνώνομαι και να κρύβομαι πίσω του. απεχθές για μένα και για όλους τους άλλους. αυτό να ζητάει κι εγώ να μην του δίνω τίποτα. να το περιορίζω μόνο σε αυτοαναφορικά αγγίγματα χωρίς ψυχή. και τώρα, μακριά από κάθε σιγουριά, κάθε αγκαλιά, ζεστό φαγητό και χάδια, να μαζεύεται, να συρρικνώνεται αυτό. τώρα του αρνούμαι κι άλλα, αυτά που το θέριευαν με τα χρόνια. υποκατάστατα όμως ήτανε. το μόνο που το πρόσφεραν ήταν κάπως λιγότερες ανατριχίλες.  παράλογα εγώ να διογκώνομαι, να βγαίνω από τα όρια του, να γίνομαι άλλη, πιο εγώ από ποτέ. να βλέπω το μέλλον όπως τότε που ήμουνα χαρούμενη κι ας μου λείπουν αυτοί που με κάνανε.

με σκέφτονται τάχα, με αγαπούν ακόμα...και υγρά να εκκρίνονται με κάθε τέτοια σκέψη από αυτό το ξένο πλάσμα που μέσα του κατοικώ. χαλασμένα υδραυλικά ανταποκρίνονται άχαρα κάθε που χτυπάω στα τοιχώματα του. εγώ να του σπάω σωλήνες επίτηδες για να πονάει κι αυτό που με κρατάει μέσα του. να επιδιορθώνω μετά ότι χάλασα πρόχειρα, να το γεμίζω εσωτερικές πληγές και μερεμέτια, μέχρι να ρθει η ώρα για να το φτιάξει απ' την αρχή κάποιος ειδικός.

κάθε μου γράμμα εδώ και τρία χρόνια κραυγή και κλάμα. για αγάπη και έρωτα και χαμόγελα και χάδια.

τι να ναι αυτό που αρνήθηκα εγώ από τον εαυτό μου και τι αυτό που μου αρνήθηκαν άλλοι.
χάθηκα σε ψευδαισθήσεις, χάθηκα από μένα, χάθηκα από πόνο, γενικά  χάθηκα. 

ξέρεις, με πονάει που μεγαλώνω, με πονάει που χωράει άλλους δυο σήμερα το κρεβάτι μου, με πονάει που σου λέω συνέχεια για τόσο καιρό τα ίδια λόγια, παράπονα, ιστορίες, με πονάει που μετά από ένα χρόνο έπρεπε να θυμηθώ ξανά το όνομα μου, με πονάει που με κοιτάς με οίκτο, με πονάει που ξέχασα το νούμερο σου, με πονάει πού όταν σου μιλάω είσαι τόσοι διαφορετικοί άνθρωποι, με πονάει που είσαι μόνο εγώ, με πονάει που δεν είμαι όμορφη ποτέ, με πονάει που δεν είμαι πολύ έξυπνη, με πονάει που μιλάω χωρίς να σκέφτομαι, με πονάει που για να με αγαπάς πρέπει πρώτα να με μάθεις, με πονάει που για να σε αγαπώ πρέπει να περάσουν χρόνια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου